- επιτήδειος
- -α, -ο (Α ἐπιτήδειος, -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ.β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτήδειατα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», Θουκ.)μσν.- νεοελλ.έξυπνος, καταφερτζήςμσν.1. ο επιδέξια κατασκευασμένος, ο όμορφος2. χαρακτηριστικός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιτηδείαη επιδεξιότητααρχ.-μσν.(για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος, αρμόζων, αναγκαίος («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)αρχ.1. (για πρόσ.) οικείος, φιλικός, χρήσιμος («ἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)2. ο άξιος να υποστεί κάτι3. ευνοϊκός4. (το αρχ. ως ουσ.) ὁ ἐπιτήδειοςσυγγενής, στενός φίλος («ἦν μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος», Λυσ.)5. (με γεν.) άξιος6. φρ. «τὰ ἐπιτήδεια τοῡ σώματος» — τα αναγκαία για περιβολή τού ανθρώπινου σώματος.επίρρ...επιτήδεια (Μ ἐπιτήδεια)με επιτηδειότητα, με τάξη, κατάλληλα, επιδέξια, προσεκτικά(AM ἐπιτηδείως και ιων. τ. ἐπιτηδέως)1. όπως πρέπει, με τρόπο κατάλληλο, αρμόζοντα2. φρ. «ἐπιτηδείως ἔχω τινί» — έχω φιλία, διάκειμαι φιλικά προς κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίτηδες. Η αρχική σημασία «κατάλληλος» εξελίχθηκε σε «επιδέξιος». Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στη συνέχεια η θετική (εύσημη) αυτή σημασία εξελίχθηκε στην αρνητική (κακόσημη) «καπάτσος»].
Dictionary of Greek. 2013.